- ἐπιληίδας
- ἐπιληΐδας , ἐπιληίςobtained as bootyfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιληίς — ἐπιληΐς, ἡ (Α) λάφυρο πολέμου («ἐπιληΐδας... ἔχοιεν τὰς πόλεις», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ληΐς «λεία»] … Dictionary of Greek